- μελανείο
- τοτεχνολ. ειδικό σύσκευο τού τυπογραφικού πιεστηρίου στο οποίο τοποθετείται η μελάνη και ο μηχανισμός μεταφοράς της στους κυλίνδρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνη. Ο τ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.